- μαύλισμα
- το1. η πρόσκληση οικόσιτων ζώων με μίμηση της φωνής τους: Οι κότες θέλουν μαύλισμα για να μπουν στο κοτέτσι.2. προώθηση γυναίκας στην πορνεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.